- προσόψιος
- -ον, Α [πρόσοψις]1. αυτός που φαίνεται πλήρως, εντελώς2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Προσόψιοςμυθ. μία από τις προσωνυμίες τού Απόλλωνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσόψιος — πρόσοψις appearance fem gen sg (epic doric ionic aeolic) προσόψιος full in view masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόψιον — προσόψιος full in view masc/fem acc sg προσόψιος full in view neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόψι(ο) — το / προσόψι(ον), ΝΜ [προσόψιος] πετσέτα για το πρόσωπο … Dictionary of Greek